- μυρμηκώδης
- μυρμηκ-ώδης, ες,A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρμηκώδης — μυρμηκώδης, ῶδες (Α) [μύρμηξ] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.) 2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος … Dictionary of Greek
μυρμηκώδη — μυρμηκώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μυρμηκώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μυρμηκώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμηκῶδες — μυρμηκώδης masc/fem voc sg μυρμηκώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek